ΑΠΟΨΕΙΣ, ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - 04/11/2021. Συντάκτης: Defendia Newsroom
Του Νίκου Τοπούζη:
Την Κυριακή 31 Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός των Σκοπίων, Ζόραν Ζάεφ, ανακοίνωσε την παραίτησή του τόσο από τη θέση του πρωθυπουργού, όσο και από την θέση του αρχηγού κόμματος, γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει αστάθεια στην χώρα.
Μεταξύ των αντιδράσεων από την μεριά της ελληνικής online κοινότητας στα δρώμενα, βρίσκονται και φωνές οι οποίες χάρηκαν με την παραίτηση του Ζάεφ. Συγκεκριμένα, χάρηκαν με την πολιτική πτώση του Ζάεφ και την πιθανότητα επιδείνωσης του πολιτικού κλίματος στη γειτονική χώρα. Λόγω της δύσκολης ιστορίας που έχουμε με την συγκεκριμένη χώρα και της ταύτισης του Ζάεφ με τη Συμφωνία των Πρεσπών, μπορώ να κατανοήσω την χαιρεκακία που εκφράστηκε. Δυστυχώς όμως αυτή η απέχθεια απέναντι στον Ζάεφ και τη γειτονική χώρα, οδηγεί και σε κάποιες σοβαρές στρεβλώσεις.
Καταρχάς, μας κάνει να ξεχνάμε την πολιτική πραγματικότητα της γειτονικής χώρας: ο Ζάεφ ανήκει στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο έχει την πιο «φιλική» στάση απέναντι στη λύση των Ελληνο-Σκοπιανικών ζητημάτων από όλα τα mainstream κομματα της χώρας. Η ήττα Ζάεφ και η πιθανότητα επανόδου των εθνικιστών των Σκοπίων δεν είναι θετική εξέλιξη για εμάς. Αν στις επόμενες εκλογές των Σκοπίων (όποτε κι αν γίνουν), το VMRO κερδίσει, παρά την αντίθεση του στην Συμφωνία των Πρεσπών (και παρά τις πρόσφατες «ανταρσίες» δημοτικών συμβούλων), δεν πιστεύω ότι θα προχωρήσει σε ακύρωσή της (γιατί αυτό θα μας έδινε διπλωματικό «πάτημα»), αλλά θα πιέσει για να ερμηνευτεί η συμφωνία με όσο το δυνατόν πιο φιλικούς όρους για αυτούς. Ο Ζάεφ, λόγω της μετριοπάθειάς του είναι πιο εύκολο να αποδεχτεί πιο «φιλελληνικές» ερμηνείες της συμφωνίας, διότι το κύριο μέλημά του ήταν και είναι η είσοδος της χώρας του σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα: με την υπογραφή της συμφωνίας, οι Σκοπιανοί αποδέχτηκαν την αφαίρεση αλυτρωτικού περιεχομένου από τα σχολικά βιβλία, όπως πχ οι αλυτρωτικοί χάρτες. Στο δεδομένο ζήτημα, ο Ζάεφ θα ήταν πιο συνεννοήσιμος σε σχέση με το VMRO, το οποίο θα επιχειρούσε τη διατήρηση των χαρτών στα σχολικά βιβλία, με τη δικαιολογία ότι η παρουσία τους εκεί είναι «αμιγώς ιστορικού ενδιαφέροντος, όχι αλυτρωτικού».
Η επόμενη στρέβλωση αφορά την ιεράρχηση των εξωτερικών κινδύνων: τα Σκόπια, παρόλο που ο «Μακεδονισμός» τους είναι γενικά προβληματικός και εν δυνάμει επικίνδυνος, δεν αποτελούν άμεση απειλή. Για να αποτελέσουν απειλή, θα πρέπει να υπάρξει σοβαρή στήριξη από κάποια μεγάλη δύναμη για τον σκοπιανικό αλυτρωτισμό, κάτι που μέχρι στιγμής δεν υπάρχει. Αντίθετα, η Τουρκία και η Αλβανία αποτελούν πιο άμεσες απειλές. Για την Τουρκία γνωρίζουμε γιατί είναι γεωστρατηγική απειλή: κάθε μέρα για αυτό μιλάμε. Όσον αφορά την Αλβανία, είναι γνωστό ότι από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και μετά πολλοί mainstream Αλβανοί πολιτικοί έχουν προωθήσει την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας και την αναθεώρηση της ιστορίας των Τσάμηδων. Επίσης, σε αντίθεση με τον σκοπιανικό εθνικισμό, ο αλβανικός και έχει στήριξη κατά καιρούς από μεγάλες δυνάμεις, όπως ΗΠΑ, και έχει καλύτερη οργάνωση (βλ UCK και πολιτοφυλακές σε Κόσοβο και Σκόπια) και οικονομική στήριξη (από αλβανική μαφία και αλβανικό κεφάλαιο). Αυτή τη στιγμή, οι πιο ισχυροί και επικίνδυνοι εθνικιστές στα Βαλκάνια (γενικά) είναι οι Σέρβοι, οι Αλβανοί και οι Τούρκοι.
Σε αυτό το σημείο μπορεί να ρωτήσει κάποιος «Μα καλά, αφού ο «Μακεδονισμός» τους μας προκαλεί προβλήματα, δεν μας συμφέρει η αναταραχή ή ακόμη και η διάλυση του κράτους των Σκοπίων;». Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα κάτι: μέχρι στιγμής κανένα από τα αλβανικά κόμματα στα Σκόπια δεν είναι ανοιχτά υπέρ της απόσχισης, οπότε δεν τίθεται καν θέμα διάλυσης της χώρας (τουλάχιστον με τα παρόντα δεδομένα). Αλλά έστω ότι υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε «ποιος θα επωφεληθεί;». Η απάντηση είναι οι Αλβανοί και (ίσως) οι Βούλγαροι εθνικιστές, κυρίως όμως οι οπαδοί της Μεγάλης Αλβανίας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα διατάραζε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, θα προκαλούσε νέα ανθρωπιστική και προσφυγική κρίση στη γειτονιά μας και θα άνοιγε την όρεξη στους «μεγαλοαλβανιστες», γεγονός που προφανώς δεν μας συμφέρει. Ένα σενάριο διάλυσης των Σκοπίων θα οδηγούσε σε μία πιο ισχυρή Αλβανία, η οποία θα μπορούσε πιο εύκολα να προκαλέσει προβλήματα στην Ελλάδα (πχ σε θέματα για ΑΟΖ, για μειονότητες, είτε σε Ελλάδα, είτε σε Αλβανία), συνεργαζόμενη πιθανώς και με την Τουρκία. Σε αυτό το σημείο είναι καλό να θυμηθούμε ότι ενώ και τα Σκόπια και τα Τίρανα θέλουν να έχουν καλές σχέσεις με την Τουρκία, τα Σκόπια έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να έχουν καλές σχέσεις με εμάς απ’ό,τι τα Τίρανα, τα οποία φλερτάρουν πιο πολύ με την Τουρκία, ενώ παράλληλα νιώθουν ασφάλεια λόγω των εξαιρετικά καλών προνομιακών σχέσεων που έχουν με ΗΠΑ. Τα Σκόπια είναι μια χώρα που χρειάζεται συμμάχους, γι’αυτό και μας θέλουν να επιτηρούμε τον δικό τους εθνικό εναέριο χώρο, η Αλβανία όχι τόσο.
Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται η εξωτερική μας πολιτική σε βαλκανικά ζητήματα είναι στρατηγική, και όχι συναίσθημα. Μπορεί να μην αγαπιόμαστε με τους Σκοπιανούς, αλλά αυτοί είναι οι μόνοι εν δυνάμει σύμμαχοι στα Νότια Βαλκάνια, γι’αυτό είναι σημαντικό να προωθήσουμε την επίλυση των Ελληνο-Σκοπιανικών ζητημάτων (προφανώς με γνώμονα το εθνικό μας συμφέρον). Για παράδειγμα, ο «Μακεδονισμός» είναι μια ιδεολογία που έχει τις ρίζες της στην ιδεολογία των κομιτατζήδων (το κόμμα VMRO μοιράζεται το όνομά του με ένα βουλγαρικό εθνικιστικό κόμμα και με τους ορίτζιναλ κομιτατζήδες), παρόλο που οι περισσότεροι Έλληνες την έχουν ταυτίσει με τον Τίτο. Δυστυχώς η Συμφωνία των Πρεσπών δεν λαμβάνει υπόψιν της αυτό το σκέλος της σκοπιανικής προπαγάνδας (ασχολείται μόνο με την αρχαία Μακεδονία) ούτε το ανθελληνικά στοιχεία και παρελθόν αυτής της ιδεολογίας. Γι’αυτό θα ήταν καλό να δημιουγηθεί Ελληνο-Σκοπιανική επιτροπή με σκοπό την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και την αφαίρεση των ανθελληνικών και άλλων μισαλλόδοξων στοιχείων αυτής της ιδεολογίας. Επιπλέον, στην περίπτωση που τελικά οι UCKάδες αποφασίσουν να δράσουν ξανά στα Σκόπια, θα ήταν υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων να παρέμβουμε υπέρ της διατήρησης του status quo της περιοχής για να περιορίσουμε του «μεγαλοαλβανιστες» εθνικιστές και να αναβαθμίσουμε την χώρα μας, κάνοντάς την τοποτηρητή και εγγυήτρια δύναμη για τη σταθερότητα της περιοχής.
Για να γίνει η Ελλάδα μία μεγάλη χώρα δεν χρειάζεται να είναι ούτε επιθετική, αλλά ούτε και παθητικός παρατηρητής των εξελίξεων. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα λογικό σχέδιο που υπερβαίνει ιδεολογικά σχήματα και έχει ως αποκλειστικό γνώμονα την γεωστρατηγική αναβάθμισή της. Γι’αυτό είναι απαραίτητο να χτίσουμε συνεργασίες γύρω από κοινά συμφέροντα και όχι με βάση «συμπάθειες και αντιπάθειες». Στο κάτω κάτω, όπως μας έμαθε και ο Ντε Γκωλ, τα έθνη δεν έχουν φίλους, μόνο συμφέροντα.
Array