Η Τουρκία ως Pivot State στον Νέο Παγκόσμιο Ανταγωνισμό

Του Ελευθερίου Λαδά:

Δεν είναι η πρώτη φορά στην διεθνή πολιτική σκηνή όπου η Τουρκία διαδραματίζει τον ρόλο του “επιτήδειου ουδέτερου” σε μία παγκόσμια κρίση. Η επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις, ωστόσο οι δυνατότητες που έχει λόγω γεωγραφικής θέσης, για τον έλεγχο της pivot area κατά MacKinder, την αναγάγουν σε μήλο της Έριδος. Ο διφορούμενος ρόλος της Τουρκίας και στο Ουκρανικό, αντικατοπτρίζει την διαρκή εξισορρόπηση που προσπαθεί να επιτύχει η Άγκυρα, σε ότι αφορά τις σχέσεις της με Ουάσιγκτον – Μόσχα / Πεκίνο. Ωστόσο, ο ρόλος που η Τουρκία οραματίζεται για την ίδια, την τοποθετεί στο επίκεντρο των εξελίξεων και την φέρνει αντιμέτωπη με μια σειρά στρατηγικών επιλογών που θα κληθεί να κάνει.

Η γεωγραφία της Ουκρανίας θα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της χώρας.

Είναι κοινώς αποδεκτό το γεγονός ότι, οι αναθεωρητικές δυνάμεις επιθυμούν και επιδιώκουν την δημιουργία και διαιώνιση πολεμικών μετώπων, διότι έτσι τους παρουσιάζονται περισσότερες ευκαιρίες, που θα είναι σε θέση οι ίδιες να κεφαλαιοποιήσουν ώστε να ανατρέψουν τον συσχετισμό ισχύος ή έστω να βελτιώσουν την θέση τους εντός του υπάρχοντος. Σύμφωνα με την θεώρηση του επιθετικού ρεαλισμού (Offensive Realism), για τα κράτη, η εξασφάλιση της επιβίωσης επέρχεται μέσω ενός διαρκούς ανατροφοδοτούμενου διλήμματος ασφαλείας, που το εκάστοτε κράτος καλείται να απαντήσει, με τελική επιδίωξη την ανάδειξή του σε περιφερειακό ηγεμόνα, καθώς τα κράτη δεν μπορούν ποτέ να είναι απόλυτα σίγουρα για τις προθέσεις των υπολοίπων κρατών με τα οποία γειτνιάζουν και ως εκ τούτου επιδίδονται σε έναν ατέρμονο ανταγωνισμό για την απόκτηση ισχύος, ως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο επιβολής της βούλησής των έναντι των υπολοίπων.

Στην παρούσα υπό διαμόρφωση ισορροπία, η Τουρκία θέλει να πλασάρει την ίδια – κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες – ως το κατεξοχήν Pivot State. Ένα κράτος δηλαδή, που λόγω της στρατιωτικού, οικονομικού και ιδεολογικού του κεφαλαίου, είναι ο πλέον πολυπόθητος εταίρος κάθε υπάρχουσας και εν δυνάμει μεγάλης δύναμης. Σε στρατιωτικό επίπεδο, η Τουρκία εκτός της ενεργούς της παρουσίας σε Συρία και Λιβύη, έχει επιδοθεί στην πώληση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και σε χώρες όπως η Πολωνία , το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αιθιοπία, το Μαρόκο, η Λιβύη και προσφάτως και το Τατζικιστάν, προκαλώντας έντονες ανησυχίες στο γειτονικό Κιργιστάν που αποτελεί τον στενότερο σύμμαχο της Κίνας στην Κεντρική Ασία.

Σε ότι αφορά τον οικονομικό τομέα της Τουρκίας, μπορεί το καθεστώς Ερντογάν να έχει βρεθεί πολλάκις ένα βήμα πριν το ΔΝΤ, ωστόσο η τεράστια παραγωγική βάση, τα φθηνά εργατικά χέρια, αποτελούν πρώτης τάξεως δέλεαρ για μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις που θα ήθελαν να μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους, σε χώρες με προνομιακές για τις πρώτες συνθήκες. Μιλώντας για τον οικονομικό κλάδο, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στον ενεργειακό ρόλο της Τουρκίας η οποία αποτελεί κόμβο για το Αζέρικο – και όχι μόνο –  πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σε μία περίοδο όπου οι Ευρωατλαντικές δομές επιχειρούν να περιορίσουν δραστικά την ρωσική εξάρτηση σε ότι αφορά την ενέργεια, η Τουρκία επιχειρεί να παρουσιαστεί ως μία στρατηγική επιλογή όπου θα μπορέσει να συνεννοηθεί με το Ιράν – γνωστό για τον  αντιαμερικανισμό του και τις σχέσεις του με Κίνα και Ρωσία – σε αντίθεση με την Σ. Αραβία, η οποία έχει τις χειρότερες δυνατές σχέσεις με το Ιράν, ενώ αρνήθηκε να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή πετρελαίου μετά από παράκληση των ΗΠΑ, την στιγμή που έγινε γνωστό ότι θα χρησιμοποιήσει το Γουάν ως νόμισμα αναφοράς στις συναλλαγές της με την Κίνα έναντι του δολαρίου.

Ας δούμε τώρα το ιδεολογικό σκέλος. Οι δύο βραχίονες της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής στην Ασία είναι τα ιδεολογήματα του Παντουρκισμού και του Πανισλαμισμού. Μέσω του Παντουρκισμού, η Τουρκία επιχειρεί να συμπτύξει τις τουρκόφωνες δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας πλην του Κιργιστάν, υπό το κέλυφος της κοινής καταγωγής και πολιτιστικής κληρονομιάς, παρουσιάζοντας την ίδια ως εναλλακτική τόσο στην Ρωσική, όσο και στην Κινεζική επιρροή. Μέσω δε του Πανισλαμισμού, αναδεικνύεται το Ισλάμ ως η κοινή συνισταμένη μεταξύ των ασιατικών κρατών με την Τουρκία στο επίκεντρο, παραγκωνίζοντας την επιρροή τόσο του Σιιτικού Ιράν, όσο και της Σ. Αραβίας. Τόσο το κλείσιμο τηλ. καναλιών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τουρκία, όσο και η επιστροφή της υπόθεσης Κασόγκι στην Σ. Αραβία, δείχνουν πως η Τουρκία επιθυμεί την προσέγγιση με την Αίγυπτο και την Σ. Αραβία, με σκοπό να εξισορροπήσει τα ΗΑΕ και το Ιράν, ενώ η στρατηγική σχέση με το Πακιστάν έχει ως στόχο την Ινδία. Υπό αυτό το πρίσμα, η φιλόδοξη τουρκική εξωτερική πολιτική χρησιμοποιώντας συνεπικουρικά στον Πανισλαμισμό, τον Παντουρκισμό και αντίστροφα, επιδιώκει να προβάλλει τις ηγεμονικές της βλέψεις σε ολόκληρη την Μ. Ανατολή και Κεντρική Ασία, προσπαθώντας να πείσει την Ουάσιγκτον ότι αποτελεί τον πλέον απαραίτητο κρίκο στην αλυσίδα της ανάσχεσης Μόσχας – Πεκίνου, με απώτερο σκοπό την επανένταξη στο πρόγραμμα για τα F-16 και την ακύρωση της υλοποίησης του EastMed.

(Source: Naval News)

Σε αυτό το σημείο οφείλει να επισημανθεί ότι η Τουρκία έχει κάνει προσπάθειες και για την επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ, παρά την στήριξή της προς την Παλαιστινιακή Αρχή στο πρόσφατο παρελθόν. Ο Ρετζέπ Τ. Ερντογάν δίνει έναν αγώνα, ένα 100άρι για την ακρίβεια, ώστε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις που ο ίδιος καταδίκασε, παριστάνοντας τον ειρηνοποιό, με στόχο να “πλασαριστεί” η Τουρκία, σε όσο το δυνατόν πιο προνομιακή θέση για τον επερχόμενο “μαραθώνιο” του παγκόσμιου ανταγωνισμού, όπως αυτός διαμορφώνεται μετά την σύγκρουση στην Ουκρανία.

Array